ξεσπώ — και ξεσπάζω και ξεσπάνω ξέσπασα 1. τρέχω, χύνομαι ορμητικά: Ξέσπασε η κακοκαιρία. 2. εκδηλώνομαι απότομα, ραγδαία, ξεθυμαίνω: Άλλοι του φταίνε και ξεσπά στα παιδιά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εκρηγνύω — (AM ἐκρηγνύω και ἐκρήγνυμι) νεοελλ. 1. κάνω κάτι να σπάσει, σπάζω, θραύω, θρυμματίζομαι από εσωτερική δύναμη («υπάρχει κίνδυνος να εκραγεί η βόμβα») 2. (για απροσδόκητο γεγονός, για ξαφνική συναισθηματική ή ανακλαστική εκδήλωση) ξεσπώ, εκρήγνυμαι … Dictionary of Greek
ρηγνύω — ῥηγνύω ΝΜΑ, και ῥήγνυμι ΜΑ 1. χαλώ τη συνοχή ενός σώματος, σχίζω, σπάζω, κομματιάζω, τέμνω (α. «ῥήξειν τὰ δεσμά», Λουκιαν. β. «πέπλους ῥήγνυσιν», Αισχύλ. γ. «γῆς ἀρότρους ῥήξας δάπεδον», Αριστοφ.) νεοελλ. φρ. «ρηγνύω κραυγή» βγάζω δυνατή φωνή,… … Dictionary of Greek
εκσπώ — ( άω) και ξεσπώ (AM ἐκσπῶ) νεοελλ. 1. εκδηλώνομαι βίαια, απότομα, ξεσπώ, εκρήγνυμαι («ξέσπασε σε δάκρυα, σε φωνές, σε βρισιές κ.λπ.») 2. εκδηλώνομαι ξαφνικά, απροσδόκητα («ξέσπασε ο πόλεμος, η βροχή κ.λπ.») 3. χάνω την αυτοκυριαρχία μου,… … Dictionary of Greek
συγκαταρρήγνυμι — Α (για τη φωτιά) ξεσπώ συγχρόνως. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + καταρρήγνυμι, μαι «εκδηλώνομαι ξαφνικά, ξεσπώ»] … Dictionary of Greek
αγριαίνω — (AM ἀγριαίνω) [ἄγριος] 1. είμαι ή γίνομαι άγριος, αγριεύω, οργίζομαι, θυμώνω 2. ερεθίζω, προκαλώ, εξοργίζω μσν. Ι. ενεργ. (για καταιγίδα) ξεσπώ ||. μεσ. 1. εξοργίζομαι 2. για τη θάλασσα που είναι τρικυμισμένη, φουρτουνιασμένη αρχ. (για ποταμούς)… … Dictionary of Greek
αιμόφλυξ — ( λυγος), ο αυτός που είναι γεμάτος αίμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αίμα + φλυξ < φλύω «βράζω, ξεσπώ» η λ. πλάστηκε από τον Δανιήλ Φιλιππίδη αναλογικά προς τη λ. οινόφλυξ] … Dictionary of Greek
ανάβω — Ι (μτβ.) 1. πυροδοτώ, βάζω φωτιά 2. διοχετεύω ρεύμα σε ηλεκτρική μηχανή ή λαμπτήρα 3. εξοργίζω, ερεθίζω 4. υποκινώ τις ορμές κάποιου, προκαλώ τις σαρκικές επιθυμίες του 5. προκαλώ σύγχυση, συμφορά 6. χτυπώ, χαστουκίζω «τού τήν άναψε στα μούτρα» 7 … Dictionary of Greek
ανακαγχάζω — (Α ἀνακαγχάζω) καγχάζω δυνατά, ξεσπώ σε δυνατό γέλιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + καγχάζω. ΠΑΡ. νεοελλ. ανακαγχασμός] … Dictionary of Greek
ανακμάζω — ἀνακμάζω (Α) ξεσπώ εκ νέου με ορμή (για «στάσιν»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + ἀκμάζω. ΠΑΡ. ἀνακμαστικός] … Dictionary of Greek